χαλκεγχής

χαλκεγχής
χαλκ-εγχής, ές,
A with brazen lance,

χαλκεγχέων Τρώων E.Tr.143

(lyr.) (χαλκέγχεων in cod.Hsch. is wrongly accented, cf. δολιχεγχής).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαλκεγχής — ές, Α αυτός που έχει χάλκινη λόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + εγχής (< ἔγχος «δόρυ»), πρβλ. κεραυν εγχής] …   Dictionary of Greek

  • χαλκεγχέων — χαλκέγχης masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) χαλκεγχής with brazen lance masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”